- αδρασκέλιστος
- -η, -ο [δρασκελίζω]αυτός που δεν τόν δρασκέλισαν ή δεν είναι δυνατόν να τόν δρασκελίσουν (βλ. και αδιασκέλιστος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρασκέλιστος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να δρασκελιστεί: Ο τοίχος ήταν ψηλός, αδρασκέλιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιασκέλιστος — η, ο αυτός που δε διασκελίστηκε ή δεν μπορεί να διασκελιστεί, αδρασκέλιστος: Ο τοίχος ήταν πολύ ψηλός, αδιασκέλιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)